Τον είδα για πρώτη φορά ένα Σάββατο πηγαίνοντας στο συνηθισμένο σουπερ-μάρκετ που πηγαίνω πάντα. Ήταν ένα σώμα σκεπασμένο πίσω από δυο σκουπιδοτενεκέδες που σχημάτιζαν ένα γάμα. Οι άλλες δυο πλευρές από το «σπιτάκι του» ήταν δυο τοίχοι που ανήκαν στο σουπερ-μάρκετ.
Προσπέρασα σκεφτόμενη πως είναι ένας ακόμα άστεγος και η μόνη περιέργειά μου ήταν πως δεν είχα ξαναδεί κάποιον άστεγο στη γειτονιά μου. Δεν μένω στο κέντρο κι ακόμα δεν είχαμε δει ανθρώπους να κοιμούνται στο δρόμο. Σκέφτηκα πως μπορεί να είναι και κάποιος τυχαίος απόκληρος της ζωής που βρήκε μια γωνιά να κοιμηθεί εκεί ένα βράδυ.
Μετά από λίγες μέρες πηγαίνοντας ξανά στο ίδιο σημείο, τον είδα πάλι εκεί. Αυτή τη φορά ήταν ξύπνιος κι εικόνα που είδα μπροστά μου με άφησε άφωνη. Ήταν ένας άνθρωπος περίπου στα 55, καλοβαλμένος, φόραγε ένα τζιν κι ένα πουλόβερ πεντακάθαρα, φρεσκοξυρισμένος και φρεσκολουσμένος, είχε κάνει ένα καφάσι καρέκλα και καθόταν εκεί πίσω από τους σκουπιδοτενεκέδες πίνοντας ένα καφέ και διαβάζοντας μια εφημερίδα.
Έριξα μια ματιά γρήγορη στο σπιτάκι του και είδα πως σε μια γωνιά ήταν ένα άλλο καφάσι που επάνω είχε ένα καμινέτο, δυο δοχεία (πιθανά ζάχαρη και καφέ) ένα μπρίκι, λίγο πιο εκεί ήταν μια βαλίτσα και λίγο πιο εκεί μια μεγάλη κούτα γεμάτη βιβλία. Ναι αυτό ήταν πρωτόγνωρο.Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος?
Τι έκανε εκεί?
Για μια στιγμή γοητεύτηκα. Ήθελα να πιστεύω πως είναι ένας μποέμ τύπος που έφτυσε τους πάντες και τα πάντα και του αρέσει να είναι ελεύθερος. Κι έχει πάρει μαζί του ότι χρειαζόταν τίποτα περισσότερο.