ΣΤΟΛΙΣΑΜΕ!!!

ΣΤΟΛΙΣΑΜΕ!!!
adespotos1@hotmail.com

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Ξετίναξαν το κατηγορητήριο οι συνήγοροι στη δίκη Θεοφίλου

Οι δικαστές αποφασίζουν με βάση την αρχή της ηθικής απόδειξης, χρειάζεται όμως και ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Δεν μπορείς να πεις «τον θεωρώ ένοχο», αλλά πρέπει να αποδείξεις και με αδιάσειστα στοιχεία γιατί τον θεωρείς ένοχο. Μ’ αυτή την επισήμανση, η οποία περικλείει τη βασικότερη αρχή του ισχύοντος Δικαίου, άρχισε την αγόρευσή του στη δίκη του Τάσου Θεοφίλου ο Σπύρος Φυτράκης, τελευταίος στη σειρά από τους τρεις συνηγόρους υπεράσπισης του Θεοφίλου. Σ’ αυτή την επισήμανση συμπυκνώνεται το δίλημμα που έχουν μπροστά τους οι δικαστές του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων: με ποια στοιχεία μπορούν να οδηγηθούν σε καταδικαστική κρίση, όταν δεν υπάρχει ούτε ένα;

Σε δύο συνεδριάσεις, την Παρασκευή 31 Γενάρη και την Τετάρτη 5 Φλεβάρη, οι συνήγοροι ανέλυσαν τα πάντα όσα αφορούν αυτή την υπόθεση. Οχι με αυθαιρεσίες σεναριακού τύπου, λογικά άλματα και κατασκευή ανακριβειών, όπως έκανε η εισαγγελέας (στην πολιτική αγωγή δεν αναφερόμαστε καν, γιατί οι σύντομες και αρπακολλατζίδικες αγορεύσεις των μελών της είναι ανάξιες οποιουδήποτε σχολιασμού), αλλά με βάση τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά αναπλάστηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία από τους μάρτυρες και όπως προκύπτουν από το υλικό της ογκώδους δικογραφίας.
Δεν είναι δυνατόν, βέβαια, ένα ρεπορτάζ να αποδώσει με πληρότητα αγορεύσεις που κράτησαν συνολικά πάνω από πέντε ώρες. Μια συνοπτική περιγραφή τους θα επιχειρήσουμε, εστιάζοντας στα σημαντικότερα σημεία τους.
Ο Κώστας Παπαδάκης, που αγόρευσε πρώτος από τους υπερασπιστές, αναφέρθηκε αναλυτικά σε ό,τι προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία, σε συνδυασμό με όσα υπάρχουν στη δικογραφία. Εισαγωγικά θύμισε τον βασικό διαχωρισμό ανάμεσα στην ένδειξη και την απόδειξη. Ενδειξη υπάρχει όταν υφίσταται μία υπόνοια, ενώ απόδειξη υπάρχει όταν δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία σε κανέναν ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος. Το επεσήμανε για ν’ αποδείξει στη συνέχεια ότι το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο που υπάρχει στη δικογραφία, το DNA σ’ αυτό το περιβόητο καπέλο, έστω και αν όλα υποτεθούν αληθινά, δεν αποτελεί απόδειξη συμμετοχής του Θεοφίλου σε όσα του αποδίδονται, αλλά αποτελεί μία ένδειξη. Μία ένδειξη για την οποία δύο μάρτυρες με επιστημονική επάρκεια, μία καθηγήτρια γενετικής και μία χημικός, διατύπωσαν κατηγορηματικά τη θέση ότι η ανίχνευση DNA σε κάποιο κινητό αντικείμενο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ούτε καν ότι το πρόσωπο στο οποίο ανήκει το DNA έχει έρθει σε επαφή με το αντικείμενο αυτό. Ηταν δε τόσο πειστική η κατάθεσή τους, τόνισε ο συνήγορος, που κι εσείς κ. πρόεδρε κάποια στιγμή, ρητορικά ή πραγματικά, το είπατε εδώ και ακούστηκε: «Καταλάβαμε, μπορεί και να μην το φόρεσε το καπέλο ο Θεοφίλου».
Ο Κ. Παπαδάκης αναφέρθηκε επίσης σε αμετάκλητη δικαστική απόφαση που προσκόμισε στο δικαστήριο, η οποία λέει: «Η ανωτέρω έκθεση πραγματογνωμοσύνης εκτιμάται ελεύθερα, η δε διαλαμβανόμενη σε αυτήν αξιολόγηση δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστη, καθόσον η ανεύρεση γενετικού υλικού του κατηγορουμένου στο πιο πάνω αντικείμενο (σκούφος) δεν σημαίνει ότι αυτός έχει έρθει απαραίτητα σε επαφή με το αντικείμενο αυτό, διότι οι έμμεσοι τρόποι μεταφοράς του DNA με τη μορφή διαφόρων βιολογικών υλικών είναι πολλοί, λ.χ. με τον αέρα».
Στη συνέχεια, ο συνήγορος πέρασε στην αξιολόγηση των στοιχείων της ληστείας στην Πάρο. Αναφέρθηκε με πολλές λεπτομέρειες στην καλή γνώση της περιοχής που είχαν οι δράστες και στην έκλυση πλουσίου και αφθόνου βιολογικού υλικού που άφησαν στην τράπεζα, το οποίο φαίνεται ότι δεν βρέθηκε ή αν βρέθηκε δεν ταυτοποιείται με αυτό του Θεοφίλου, αλλιώς θα το είχαμε και αυτό στη δικογραφία. Αναφέρθηκε στο γεγονός ότι δεν υπάρχει δικαστής που έχει συναντήσει ποτέ ληστή τράπεζας ο οποίος να πήρε λεφτά πελατών που βρίσκονταν στην τράπεζα για ανάληψη ή κατάθεση, για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως «ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων των ληστειών τραπεζών ανάγεται σε “τρομοκρατική πρωτοτυπία”».
Αναφέρθηκε στο περιεχόμενο του βίντεο που προβλήθηκε, για να πει ότι η εισαγγελέας «υποθετικά κάνει μία εκτίμηση του τι μπορεί να έγινε με τη συμπλοκή». Αλλά με τα «προφανώς» και με τις ερμηνείες αυτές δεν συνάγουμε απόδειξη. Δεν μπορούμε να συμπληρώνουμε με τη φαντασία μας εικόνες που δεν φαίνονται, όταν μάλιστα αυτές είναι κρίσιμες και καθοριστικές για το συμπέρασμα που καταλήγουμε. Δεν συνάγουμε βεβαιότητα ενοχής, όχι του Θεοφίλου, ούτε καν του δράστη με το καουμπόικο καπέλο.
Στη συνέχεια, ο Κ. Παπαδάκης αναφέρθηκε αναλυτικά στους μάρτυρες και στις αντιφάσεις των καταθέσεών τους, τόσο μεταξύ τους όσο και του κάθε μάρτυρα στα διάφορα στάδια της διαδικασίας. Εκείνο, όμως, που έχει σημασία είναι πως στη φάση της προανάκρισης, αμέσως μετά τα γεγονότα, κανένας μάρτυρας δε ρωτήθηκε για το καπέλο! «Θεωρώ απίθανο –τόνισε ο συνήγορος– προανακριτικά και ανακριτικά να υπάρχει ένα μοναδικό πειστήριο, το οποίο αποδεδειγμένα φορούσε κάποιος δράστης που εισήλθε μέσα στο χώρο της τράπεζας, να μην ρωτήσει τέσσερις – πέντε ανθρώπους που ήταν εκεί μέσα “Ρε παιδιά το φόραγε αυτό ο δράστης, δεν το φόραγε, τι έκανε;”». Δεν παρέλειψε, δε, να θυμίσει ότι η πολιτική αγωγή, παρά το φροντιστήριο στους μάρτυρες, έκανε μια σεναριακά «μάπα» αναπαράσταση, βάζοντας μάρτυρα να καταθέσει ότι ο Μίχας πυροβολήθηκε στο δεξί μέρος του σώματός του, ενώ έχει πυροβοληθεί στο αριστερό.
Ο Κ. Παπαδάκης αναφέρθηκε επίσης στη διαστροφή των ερευνών που έκανε η Αντιτρομοκρατική, όταν ανέλαβε την υπόθεση, έχοντας «έτοιμο» τον Θεοφίλου ως δράστη. Δεν ερεύνησε το κινητό που έπεσε από τους δράστες και ήταν το σοβαρότερο αποδεικτικό στοιχείο, δεν ερεύνησε το αυτοκίνητο διαφυγής (πότε και πώς έφτασε στην Πάρο), που είχε ξαναχρησιμοποιηθεί σε ληστεία, δεν έδειξε φωτογραφίες του Θεοφίλου σε αυτόπτες μάρτυρες. Στο ακροατήριο, παρά το φροντιστήριο που πέρασαν στη Διεύθυνση Ασφάλειας της Alpha Bank, οι αυτόπτες μάρτυρες δεν αναγνώρισαν τον Θεοφίλου. Το σημαντικότερο: ο Μίχας έχει εκδορές, εκχυμώσεις και μώλωπες, που αποδεικνύουν ότι έγινε πάλη με τον δράστη, ενώ ο Θεοφίλου δεν έχει το παραμικρό σημάδι. Οπως εύστοχα σημείωσε ο συνήγορος «έχοντας συμπλακεί με ένα παιδάκι που δεν δούλεψε ποτέ, όπως επαίρονται ορισμένοι εδώ πέρα να λένε για τα χέρια του και τα λοιπά, αυτό το παιδάκι δεν θα είχε ένα σημάδι πάλης στο λαιμό, δεν θα του είχε κάνει κάτι ώστε να αναγκαστεί να πυροβολήσει; Ενα αιμάτωμα, μία εκδορά, μία γρατζουνιά, μία εκχύμωση, κάτι, ένα μώλωπα;».
Στο επόμενο κεφάλαιο της αγόρευσής του ο Κ. Παπαδάκης ασχολήθηκε με το περιβόητο καπέλο που εκ των υστέρων εφευρέθηκε (αυτό το λέμε εμείς). Κανείς δε θυμάται από ποιον πέφτει το καπέλο. Κανένας δεν αναλαμβάνει την ευθύνη να το μαζέψει και να το παραδώσει. Το καπέλο δεν περιλαμβάνεται στην επιτόπου φωτογράφιση των πειστηρίων στον τόπο της συμπλοκής, το καπέλο δεν εγγράφεται στην έκθεση κατάσχεσης, η μόνη μάρτυρας που ρωτιέται γι’ αυτό, την επόμενη μέρα, είναι μία μη αυτόπτης μάρτυρας, η οποία περιέγραφε ένα διαφορετικό καπέλο. Το σημαντικότερο: η αρχιφύλακας της ΔΕΕ Λώλη κατεβαίνει το ίδιο βράδυ στην Πάρο με κλιμάκιο της υπηρεσίας της, σαρώνει τα πάντα για να βρει DNA, αλλά δεν παίρνει δείγμα από το καπέλο! Ποτέ πριν από τη δίκη οι τραπεζοϋπάλληλοι δε λένε τίποτα για καπέλο και μόνο στη δίκη, μετά το φροντιστήριο, δύο υπάλληλοι λένε ότι το καπέλο το πήγαν στην τράπεζα σε μια νάιλον σακούλα, αλλά άλλος έλεγε ότι η σακούλα ήταν από σούπερ μάρκετ και άλλος ότι ήταν διαφανής! Τέλος, το καπέλο του δράστη δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που είναι στα πειστήρια! Ο δράστης φοράει ένα σκληρό, ψηλό, γκρι καπέλο, με περασμένο ένα μαύρο κορδόνι, ενώ το καπέλο που βρέθηκε ήταν ένα ψάθινο καπέλο θάλασσας που διπλώνει στα τέσσερα!
Αφού αναφέρθηκε σε κάποια νομικά ζητήματα, ο Κ. Παπαδάκης πέρασε στα τερατουργήματα της Αντιτρομοκρατικής για τη δήθεν συμμετοχή του Θεοφίλου στη ΣΠΦ. Ποια είναι τα μόνα πραγματικά περιστατικά; Η φιλία του με τον Κ. Σακκά, με τον οποίο έκανε παρέα. Αποτυπώματά του ή DNA σε χώρους που φυλάσσονταν όπλα δεν βρέθηκαν, ούτε βρέθηκαν αποτυπώματα ή DNA άλλου κατηγορούμενου (πλην του φίλου του Σακκά) στα σπίτια του Θεοφίλου. Ούτε κλειδιά που ν’ ανοίγουν γιάφκες βρέθηκαν πάνω του, ούτε λεφτά από τη ληστεία, ούτε όπλα. Ούτε εμφανίστηκε ποτέ με πλαστή ταυτότητα, ούτε κρυβόταν, ούτε εξαφανίστηκε όπως είπε η εισαγγελέας.
Η Αννυ Παπαρρούσου, που ακολούθησε, διευκρίνισε ότι δε θα επαναλάβει όσα εξέθεσε ο συνάδελφός της, αλλά θα απαντήσει στην εισαγγελέα με βάση τον ειρμό της δικής της πρότασης. «Θεωρώ ότι ο εισαγγελέας της έδρας, κάθε εισαγγελέας, ερευνά, οφείλει να ερευνά κατά ίσο τρόπο την ενοχή και την αθωότητα του κατηγορουμένου. Θεωρώ ότι στην περίπτωσή μας η αρχή αυτή δεν τηρήθηκε. Επίσης κάθε πρόταση, εισαγγελική, πρέπει να έχει την νόμιμη αιτιολογία σύμφωνα με το άρθρο 139 του ΚΠΔ. Νόμιμη αιτιολογία δεν είναι μια αόριστη έννοια, εξειδικεύεται, πρέπει να αναφέρονται οι νομικοί κανόνες, τα πραγματικά περιστατικά που υπάγονται  σ’ αυτήν και να εξάγεται ένα λογικό συμπέρασμα με βάση τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά. Θεωρώ ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτό δεν έγινε».
Η συνήγορος απάντησε και στην κορόνα της εισαγγελέα ότι δεν έχει πολιτικό προϊστάμενο: «Δεν έχετε ανάγκη από πολιτικό προϊστάμενο, αλλά εγώ από την εισαγγελική πρόταση συνήγαγα, ότι λειτουργούν πολύ καλά τα πολιτικά και κοινωνικά στερεότυπα που εμποδίζουν την ορθή δικανική κρίση».
Αναφερόμενη στην ιστορία με το DNA, η συνήγορος επεσήμανε ότι μέχρι στιγμής η νομολογία των δικαστηρίων έχει κινηθεί σωστά, βάζοντας ένα φραγμό εκεί που «είναι εμφανής η προσπάθεια της αστυνομίας να εισαχθεί το DNA, ως δεδομένο αποδεικτικό, ως αποδεικτικό υπερόπλο». Αναφέρθηκε σε δικαστικές αποφάσεις, όπως και στην πρόταση του εισαγγελέα στη δίκη του Επαναστατικού Αγώνα, που πρότεινε για κατηγορούμενη: «Αλλά ακόμα και αν δεχθούμε ότι από τον εντοπισμό γενετικού υλικού ενός ατόμου σε συγκεκριμένο χώρο προκύπτει αναμφίβολα η παρουσία του στο χώρο αυτό και πάλι δεν μπορούμε να συμπεράνουμε, άνευ ετέρου, ότι το άτομο αυτό συμμετείχε αναμφίβολα, με αξιόποινο τουλάχιστον τρόπο, στα εγκλήματα που έχουν  διαπραχθεί στον συγκεκριμένο χώρο, αν το συμπέρασμα αυτό δεν ενισχύεται και από κάποιο άλλο στοιχείο. Επομένως, από το μοναδικό αυτό αποδεικτικό στοιχείο, παρότι, κατά την άποψή μου αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, δεν προκύπτει  με βεβαιότητα η ενοχή της κατηγορουμένης και πρέπει, συνακόλουθα, αυτή να κηρυχθεί αθώα, λόγω αμφιβολιών».
Στο επόμενο κεφάλαιο της αγόρευσής της η Α. Παπαρρούσου αποκάλυψε όλες τις αυθαιρεσίες της εισαγγελέα: «Ασχολήθηκε κατ’ αρχήν η κ. εισαγγελέας με τα γεγονότα της Πάρου θεωρώντας τα τετελεσμένα και διαπραχθέντα από τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο. Αυτό είναι μια λογική υπέρβαση. Εχει πεισθεί από ποιά πραγματικά δεδομένα αλήθεια; Δεν μνημονεύθηκε ούτε ένα πραγματικό δεδομένο. Είναι εκτιμήσεις. Είναι εκτιμήσεις ότι είναι ο δράστης, είναι εκτιμήσεις ότι πυροβόλησε αυτός ο άνθρωπος που του αποδίδει την ιδιότητα του δράστη. Ποιος μάρτυρας έχει εισφέρει ένα πραγματικό στοιχείο, το οποίο μπορεί να εκτιμηθεί σε βάρος  του κατηγορούμενου; Εχουμε μια ληστεία χωρίς καμία αναγνώριση. Ενας μάρτυρας δεν βρέθηκε να αναγνωρίσει. Να σας πω και το πιο σημαντικό; Ο προϊστάμενος της Αντιτρομοκρατικής δεν αναγνώρισε, όταν ερωτήθηκε από εσάς κ. πρόεδρε. Γιατί δεν αναγνώρισε; Αυτός δεν τον έφερε μέχρις εδώ; Δεν μπορούσε  να προσφέρει στο δικαστήριό σας και μία αναγνώριση; Τον ρωτήσατε: “είναι αυτός, σας μοιάζει;” και σας απάντησε: “δεν μπορώ να σας απαντήσω, είχε καλυμένα τα χαρακτηριστικά”.
Πως εξάγει η κ. εισαγγελέας το συμπέρασμα ότι είναι αυτός ο συγκεκριμένος ο δράστης; Ακουσα, από την κινησιολογία, από την δομή του  προσώπου του, από τον σωματότυπό του. Μα αυτά είναι δεδομένα, για τα οποία εάν δεν έχουμε μια επιστημονική αξιολόγηση, το δικαστήριό σας δεν μπορεί να τα εκτιμήσει υποκειμενικά. Και πού είδε η κ. εισαγγελέας την κινησιολογία του, αφού ο άνθρωπος είναι ακίνητος τόσο καιρό; Πώς εξάγεται το συμπέρασμα ότι αυτός της μοιάζει; Πώς λέγεται στα αλήθεια αυτό το αποδεικτικό μέσο, όπου η υποκειμενική κρίση του εισαγγελέα ανάγεται  σε αποδεικτικό στοιχείο; “Μου μοιάζει”, τι είναι αυτό; Θα γραφτεί σε αιτιολογία, ότι έμοιαζε ο κατηγορούμενος στην εισαγγελέα; Οταν από μάρτυρα, αυτόπτη, παρόντα δεν είχαμε μία αναγνώριση, από κανένα; Ούτε και από τους αστυνομικούς είχαμε αναγνώριση».
Πήγε, όμως, ένα βήμα παραπέρα η συνήγορος, ξεμπροστιάζοντας την εισαγγελέα: «Δεν μου λέτε, υπάρχει βιομετρική μέθοδος ανάλυσης; Στις άλλες δικογραφίες υπάρχει. Οταν δηλαδή επιχειρείται να ταυτοποιηθεί συγκεκριμένο πρόσωπο, ακολουθείται συγκεκριμένη μέθοδος. Πού υπάρχει αυτή η μέθοδος εδώ; Εχουμε καμία τέτοια ένδειξη; Το “μου μοιάζει” της κ. εισαγγελέα δεν είναι αρκετό. Δεν πιστεύω να σας φαίνεται αρκετό. Και σε εσάς να μοιάζει ενδεχομένως, που δεν μοιάζει, είναι κάτι που δεν μπορείτε να αξιολογήσετε εάν δεν έχει εισφερθεί από μάρτυρα. Ποιος μάρτυρας πήρε πάνω του την ευθύνη να πει ότι αυτός του μοιάζει; Ούτε καν οι αυτόπτες. Ούτε καν.
Θέλω να πω δηλαδή, ότι υπάρχει για τον κατηγορούμενο, και αυτό το βλέπουμε από την αρχή της διαδικασίας, ένα ειδικό καθεστώς εξαίρεσης. Είναι η σκοτεινή πλευρά της δικονομίας, η οποία εφαρμόζεται σε συγκεκριμένη κατηγορία κατηγορουμένων. Ενα άλλο ποινικό δικαστήριο θα έλεγε: κανένας αυτόπτης μάρτυρας δεν έχει προβεί σε αναγνώριση, έχω αμφιβολίες, αθώος. Εδώ αυτό το πραγματικό γεγονός, ότι δεν υπάρχει ούτε μία αναγνώριση, ούτε μία τέτοια καταγραφή, εκτιμάται σε βάρος του κατηγορούμενου».
Η Α. Παπαρρούσου αναφέρθηκε στην απόλυτη εκτροπή της αστυνομικής έρευνας από την Αντιτρομοκρατική και πέραν των όσων είχαν ήδη αναφερθεί από τον Κ. Παπαδάκη πάνω σ’ αυτό το θέμα, διάβασε αναλυτικά δημοσιεύματα εφημερίδων εκείνων των ημερών, που πάντοτε στηρίζονται στα όσα διοχετεύει η αστυνομία στους δημοσιογράφους (δεν τα βγάζουν από το μυαλό τους, γι’ αυτό και τα δημοσιεύματα είναι πανομοιότυπα). Μέχρι τη σύλληψη του Θεοφίλου μιλούσαν για αλβανούς κακοποιούς, για Ελληνες και Αλβανούς, για αναζήτηση συγκεκριμένων δραστών που έχουν κάνει και άλλες ληστείες (αναφέρονταν συγκεκριμένες ληστείες), για το αυτοκίνητο που είχε χρησιμοποιηθεί και σε άλλη ληστεία στο πάρκινγκ του Praktiker, χωρίς να συλληφθούν όλοι οι δράστες εκείνης της ληστείας, όπως προκύπτει από την ίδια τη δικογραφία (ως γνωσατόν, η εισαγγελέας έκανε μια κραυγαλέα λαθροχειρία, ισχυριζόμενη ότι όλοι οι δράστες εκείνης της ληστείας είχαν συλληφθεί). Μόλις συνελήφθη ο Θεοφίλου, όλα αυτά εγκαταλείφθηκαν.
Και τι να πεις για το επιχείρημα της εισαγγελέα ότι πιάστηκε να φοράει χιαστί μια τσάντα που έγραφε «Πάρος». Είπε η συνήγορος: «Σκέφτομαι στ’ αλήθεια την αιτιολογία της απόφασης του δικαστηρίου σας, να λέει ότι βρέθηκε να κυκλοφορεί με την τσάντα “Πάρος” χιαστί. Και ότι αυτό θεωρήθηκε ενοχοποιητικό στοιχείο και γι’ αυτό το λόγο θα τον καταδικάσετε σε ισόβια. Αυτή η εκδοχή, όσο να ‘ναι, μου κάνει μια εντύπωση. Αρα λοιπόν θεωρώ ότι δεν έχει τόπο η εισαγγελική πρόταση, αν πούμε ότι ναι μεν φορούσε χιαστί την τσάντα “Πάρος”, αλλά κατά τα άλλα έφερε την αστυνομική του ταυτότητα. Είχε αλλοιώσει λέει, τα χαρακτηριστικά του για να μην τον γνωρίσουν οι αστυνομικοί από το 2010. Πώς είχε γίνει αυτή η αλλοίωση; Είχε ξυρίσει το κεφάλι του και φορούσε γυαλιά ηλίου!».
Αφού αναφέρθηκε ξανά στην αναξιοπιστία του DNA, αλλά και στο γεγονός ότι δεν ερευνήθηκαν κάποιες μακριές τρίχες που βρέθηκαν στο καπέλο, η συνήγορος πέρασε στο αποκορύφωμα της εισαγγελικής προκατάληψης: ο Θεοφίλου είχε άστατο τρόπο ζωής! «Αστατος! Σκέφτομαι και πάλι την αιτιολογία της απόφασης. Δεν είχε σταθερή και μόνιμη εργασία θα πείτε. Διήγε άστατο τρόπο ζωής. Αυτό ποιος το ορίζει; Κοινωνικά στερεότυπα. Εσείς, όμως, δεν πρέπει να δικάζετε με βάση τα στερεότυπα, πρέπει να σπάσετε τα στερεότυπα και να εισέλθετε στην αλήθεια. Και με σεβασμό πάντοτε στα δικαιώματα του κατηγορούμενου και αντικειμενικά να θέσετε στην αιτιολογία της απόφασης τα αντικειμενικά στοιχεία μέσα στα οποία δεν συγκαταλέγεται  ο “άστατος τρόπος ζωής”».
Η Α. Παπαρρούσου αναφέρθηκε και στην απαλλαγή (με βούλευμα μάλιστα) των Χρ. Πολίτη και Μιχαήλ, οι οποίοι είχαν τα ίδια δεδομένα με τον Θεοφίλου: «Και η κ. εισαγγελέας δεν μας λέει ότι απαλλάχθηκαν. Με τι δεδομένα απαλλάχθηκαν; Αυτά τα ίδια που έχει και ο κατηγορούμενος. Απαλλάχθηκαν διά βουλεύματος. Γιατί δεν το λέμε; Δεν είναι τόσο κακό. Αποδείχτηκε ότι ήταν μια τυχαία συναναστροφή και τίποτε άλλο και γι’ αυτό το λόγο απαλλάχτηκαν οι άνθρωποι αυτοί».
Αμέσως μετά, η Α. Παπαρρούσου έθεσε ένα σοβαρότατο ζήτημα. Αν αυτό το δικαστήριο καταδικάσει τον Θεοφίλου ως μέλος της ΣΠΦ, θα είναι σαν να καταδικάζει και όλους τους άλλους κατηγορούμενους που εδώ και ενάμιση χρόνο δικάζονται στον Κορυδαλλό με το ίδιο βούλευμα. «Είναι προσβολή προς το άλλο δικαστήριο, που δικάζει ενάμιση χρόνο αυτή τη δίκη με πάσα λεπτομέρεια, που έχει να χειριστεί ενστάσεις εκκρεμοδικίας, άλλες ενστάσεις. Θα βγάλετε εσείς μια απόφαση και θα κρίνετε συλλήβδην ότι αυτά τα πραγματικά περιστατικά συνέβησαν και για τον κατηγορούμενο και για τους άλλους κατηγορούμενους που δικάζονται εκεί, για να ελέγξετε την οργάνωση; Θεωρώ ότι είναι απαράδεκτο. Η μόνη δυνατότητα που έχετε είναι να τον απαλλάξετε απ’ αυτή την κατηγορία. Τη μόνη δυνατότητα».
Τέλος, η συνήγορος δεν χαρίστηκε στον πρόεδρο, χαρακτηρίζοντας ανοίκειες μια σειρά ερωτήσεις που έκανε στον Θεοφίλου κατά την απολογία του. Οπως το ερώτημα τι σημαίνει ασύμμετρη απειλή, που δεν ήταν παρά το όνομα του εκδοτικού οίκου σε ένα βιβλίο που βρέθηκε στην κατοχή του. Οπως το ερώτημα γιατί δεν ξυρίστηκε και δεν δείχνει τα χέρια του. «Εγώ το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα είναι ότι εάν καθόταν σε τούτη εδώ την καρέκλα του κατηγορουμένου και δεν καθόταν εκεί, που το έδρανο είναι ψηλό, θα φαίνονταν και τα χέρια του και όλα. Εσείς τον βάλατε εκεί. Αν είναι ψηλά, δεν φαίνονται τα χέρια του. Τι να κάνει, να τα κρεμάει ο άνθρωπος για να τα βλέπετε κάθε φορά;».
Και βέβαια, δεν άφησε ασχολίαστα τα όσα είπε ο πρόεδρος περί του αν η αφήγηση στα διηγήματά του είναι αυτοδιηγητική ή ετεροδιηγητική, αντλώντας υλικό από ένα σχολικό εγχειρίδιο, όπως αποκάλυψε η συνήγορος. Ο Ζεράρ Ζενέτ, όμως, τον οποίο επικαλέστηκε ο πρόεδρος, καταλήγει ότι ποτέ δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να συγχέουμε τον συγγραφέα με τον αφηγητή, ότι αυτό είναι μία σύμβαση, την οποία αποδέχονται και τα δύο μέρη. Δεν υπάρχει ευθεία σχέση συγγραφέα και αφηγητή. Και για να κλείσει αυτό το θέμα, η συνήγορος αναφέρθηκε σε μια πλειάδα συγγραφέων (Αγκάθα Κρίστι, Ζορζ Σιμενόν, Καβάφη, Ρόουλινγκ, Ρίτσο, Φλομπέρ, Παπαδιαμάντη, Στρατή Δούκα) και σε συγκεκριμένα έργα τους, των οποίων οι αφηγητές δεν έχουν καμιά σχέση με το συγγραφέα. «Σε καμία περίπτωση, δηλαδή, δεν πρέπει να υποπέσουμε στο λάθος να σκεφτούμε ότι ο συγγραφέας ταυτίζεται με τον αφηγητή. Εν πάση περιπτώσει, έχει σημασία ο συγγραφέας να παράγει έναν φανταστικό κόσμο και να τον διαχειρίζεται με λογοτεχνικό τρόπο».
Η Α. Παπαρρούσου κατέληξε ως εξής: «Τι έχετε να πραγματευθείτε; Το DNA, όπως είπε και ο κ. εφέτης, είναι το μόνο ουσιώδες αποδεικτικό στοιχείο. Τι θα κάνετε, θα το δεχτείτε; Θα είστε το πρώτο δικαστήριο που θα αποδεχτεί το DNA και θα πείτε: ισόβια θα πας κατηγορούμενε γιατί σου βρήκαν DNA; ‘Η θα κάνετε μια άλλη σκέψη και θα πείτε: όχι. Οχι μόνον ένα αποδεικτικό στοιχείο, θέλω και άλλα. Εχουμε ληστεία και ανθρωποκτονία, θέλω αναγνωρίσεις, θέλω άλλα δεδομένα. Μόνο με το DNA, το αδιάγνωστο σε όλα τα επίπεδα, δεν μπορείτε πραγματικά να τον καταδικάσετε. Εγώ ζητώ την απαλλαγή του. Δεν ισχύει τίποτε από όλα αυτά. Η θέση του κατηγορουμένου είναι καθαρή. Κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν έχετε».
Ο Σπύρος Φυτράκης, με τη σοφία μισού αιώνα στη μαχητική δικηγορία, έβαλε κατευθείαν τους δικαστές στο κεντρικό δίλημμα αυτής της δίκης: ή θα επιλέξετε το κατασταλτικό μοντέλο και θα δικάσετε χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ή θα αναζητήσετε την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτεί το ισχύον ποινικό σύστημα.
Ποια ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία μπορεί να στηρίξει μια καταδικαστική απόφαση; Ο συνήγορος, χωρίς να επαναλάβει όσα είπαν οι συνάδελφοί του, σχολίασε κεντρικά σημεία του υποτιθέμενου αποδεικτικού υλικού, που δείχνουν όχι απλώς ένδεια και αδυναμία, αλλά πλήρη απουσία αποδείξεων.
–        Το περιβόητο τηλεφώνημα, που δήθεν έκανε κάποιος, ονοματίζοντας ως δράστη της ληστείας στην Πάρο κάποιον Τάσο, ξανθό, γαλανομάτη, που κατοικεί στην τάδε διεύθυνση στη Θεσσαλονίκη. Ποιος το έκανε αυτό το τηλεφώνημα; Κάποιος κάτοικος της Πάρου; Κάποιος μέσα από την οργάνωση; Ξεκινώντας από αυτά τα λογικά κενά, ο συνήγορος έθεσε τους δικαστές αντιμέτωπους με τη μόνη πραγματικότητα που υπάρχει: ο κατασταλτικός μηχανισμός πλασάρει εδώ και καιρό την προπαγάνδα ότι η λεγόμενη «τρομοκρατία» έχει αναμκχθεί με το κοινό ποινικό έγκλημα. Βρέθηκε, λοιπόν, η «απόδειξη»: ληστεία μετά φόνου! Οχι μόνο ληστεύουν, αλλά και σκοτώνουν απλούς ανθρώπους. Και επειδή από καιρό είχαν τον Θεοφίλου, όπως βγαίνει από τις παρακολουθήσεις που περιγράφουν για τις βόλτες του στα Εξάρχεια με τον Σακκά, επέλεξαν αυτόν για τη ληστεία.
–        Η μόδα των αναγνωρίσεων με το σωματότυπο, για τον οποίο ρωτούν πλέον κάθε μάρτυρα. Σ’ αυτό το σημείο ο Σ. Φυτράκης υπήρξε ιδιαίτερα αυστηρός. Αναφέρθηκε σε βιβλία διάσημων ιατροδικαστών που αναφέρουν πώς πρέπει να γίνεται επιστημονικά η ταύτιση κάποιου με βάση το σωματότυπο. Παίρνεις το βίντεο ή τις φωτογραφίες, κάνεις μετρήσεις με επιστημονικό τρόπο και λες: τόσο ύψος έχει ο δράστης, τόσο ο κατηγορούμενος. Το ίδιο και για τα άλλα σωματικά χαρακτηριστικά. Δε λές «μου μοιάζει». Τις μελέτες αυτές τις κατέθεσε στο τέλος στο δικαστήριο.
–        Η περιβόητη «αντιπαρακολούθηση», στην οποία αναφέρεται συχνά τελευταία η Αντιτρομοκρατική και η οποία δεν έχει κανένα περιεχόμενο. Τι σημαίνει αντιπαρακολούθηση; Παρακολουθεί αυτούς που παρακολουθούν τους άλλους; Και τι κάνει, τους ειδοποιεί; Πώς τους ειδοποίησε εδώ; Κουβαλούσαν τίποτα βαλίτσες με όπλα; Και γιατί δεν τους έπιασαν; Πήγε αυτός σε κάποιο σπίτι με όπλα; Βρέθηκε κανένα αποτύπωμά του, βρέθηκε DNA του πουθενά; Να είμαστε σοβαροί, κατέληξε ο συνήγορος. Μόνο ο Παπαδόπουλος της χούντας είπε κάποτε, σε μια συγκέντρωση στελεχών της Ασφάλειας και της ΚΥΠ, ότι το πρόβλημα τώρα είναι ποιος θα παρακολουθεί τους παρακολουθούντες.
–        Η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων υπεράσπισης και του άλλοθι του Θεοφίλου. Και σ’ αυτό υπήρξε αυστηρός ο Σ. Φυτράκης. Αν ήταν να κατασκευάσει ένα άλλοθι, θα έλεγε ότι έβαφε σ’ ένα στέκι στα Εξάρχεια; Δε θα μπορούσε να βρει μια πολυκατοικία κάπου αλλού, για να μην αμφισβητηθούν οι δήθεν κατασκευασμένες μαρτυρίες;
–        Η σύλληψη του Θεοφίλου και η «ενοχή» που κατά την εισαγγελέα αποδεικνύει το σακίδιο με τη λέξη «Πάρος». Αυτός ο εξπέρ στην «αντιπαρακολούθηση», λίγες μέρες μετά τη ληστεία και την ανθρωποκτονία που υποτίθεται ότι διέπραξε, κυκλοφορούσε κάπου κοντά στο Θησείο με μια τσάντα που έγραφε «Πάρος». Κι όχι μόνον αυτό, αλλά μέσα στην τσάντα είχε και ένα βιβλίο για την ψυχολογία της ληστείας. Σαν να έλεγε, δηλαδή, εγώ είμαι! Αφήνοντας αυτές τις γελοιότητες, ο συνήγορος αναφέρθηκε εγκωμιαστικά στο λογοτεχνικό ταλέντο του Θεοφίλου (αν και ο ίδιος προτιμά την ποίηση και όχι το μυθιστόρημα, όπως είπε), το οποίο θα αναπτύξει, αν δεν τον κλείσουν πάλι στη φυλακή (ίσως και μέσα στη φυλακή, προσέθεσε με νόημα).
–        Δεν υπάρχει αποτύπωμα, DNA ή οτιδήποτε που να συνδέει τον Θεοφίλου με τις γιάφκες, αλλά του βάζουν και ότι κατείχε όπλα και εκρηκτικά.
Επανερχόμενος στο κεντρικό δίλημμα, με το οποίο ξεκίνησε, ο Σ. Φυτράκης έκανε μια εκτεταμένη αναφορά σε παρόμοιες δικαστικές υποθέσεις του παρελθόντος, τις οποίες ο ίδιος χειρίστηκε ως υπερασπιστής, κάνοντας αναφορά σε μια σειρά αθωωτικών αποφάσεων. Διάβασε αποσπάσματα και σχολίασε αποφάσεις Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων, αλλά και Τριμελών Εφετείων Κακουργημάτων. Ολες αθωωτικές, άλλοτε ομόφωνα και άλλοτε με πλειοψηφία των ενόρκων. Αποφάσεις που παρέμειναν αθωωτικές και μετά από αναιρετικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου, που οδήγησαν σε επανάληψη της δίκης. Αναφέρθηκε στις κατηγορίες, στο αποδεικτικό υλικό που τις συνόδευε και στην ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αυτών των αποφάσεων, για να πει ευθέως στους δικαστές: τι θα κάνετε, θα ακολουθήσετε το δρόμο των συναδέλφων σας ή θα υποκύψετε στις απαιτήσεις του μηχανισμού που θέλει οπωσδήποτε καταδίκη; Ούτε να πείτε «εμείς θα καταδικάσουμε κι ας διορθώσει το Εφετείο», επεσήμανε με νόημα ο συνήγορος. Να εκδώσετε απόφαση με βάση αυτά που απαιτεί το ποινικό μας σύστημα, όπως έχει διαμορφωθεί εδώ και δεκαετίες. Ούτε επί χούντας δεν εκδίδονταν από τα δικαστήρια καταδικαστικές αποφάσεις σε τέτοιες υποθέσεις.
Και ο Σ. Φυτράκης κατέληξε: Δεν έχετε καμία απόδειξη, δεν έχετε ούτε ένα στοιχείο που να μπορείτε να στηρίξετε καταδικαστική απόφαση με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και εγώ σας λέω να κηρύξετε τον κατηγορούμενο αθώο ή έστω με αμφιβολίες. Αλλιώς θα στείλετε λάθος μήνυμα στη νεολαία που ανησυχεί και εξεγείρεται.
Η αγόρευση του Σ. Φυτράκη προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση. Είναι χαρακτηριστικό πως στο ακροατήριο υπήρχαν δικηγόροι και φοιτητές της Νομικής που ήρθαν ν’ ακούσουν τον έμπειρο συνήγορο. Γιατί η δίκη του Τ. Θεοφίλου είναι μια «ιδιαίτερη περίπτωση». Δεν υπάρχει στην ουσία κατηγορητήριο. Αυτό ήταν σαθρό εξαρχής και κατέρρευσε από τις πρώτες συνεδριάσεις της δίκης, όταν ο περιβόητος Χαρδαλιάς της Αντιτρομοκρατικής, εξεταζόμενος από τον Σ. Φυτράκη, παραδέχτηκε ότι «μπορεί να μην ήταν στη ληστεία ο άνθρωπος» (ο Θεοφίλου). Πέρα από την οικογένεια, τους φίλους και συντρόφους του Θεοφίλου, τους αλληλέγγυους, που έχουν κάθε λόγο να αγωνιούν, υπάρχει ένα ιδιαίτερο νομικό ενδιαφέρον γι’ αυτή την υπόθεση. Θα υπάρξει καταδίκη χωρίς κανένα στοιχείο, μόνο και μόνο επειδή αυτό απαίτησε η Αντιτρομοκρατική;
Την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα θα τη μάθουμε αύριο, Παρασκευή 7 Φλεβάρη, στις 11πμ, όταν το δικαστήριο θα αναγγείλει την απόφασή του, σε αίθουσα του πρώτου ορόφου του Εφετείου.

αναδημοσίευση από το athensindymedia


Δεν υπάρχουν σχόλια: